- οἰκοφυλάκια
- οἰκοφυλάκιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοφυλάκιον — οἰκοφυλάκιον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ οἰκοφυλάκια τα παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες προσπαθούσαν να ησυχάζουν τα παιδιά τους, όταν αυτές ήθελαν να βγουν από το σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + φυλάκιον] … Dictionary of Greek